отъезжающая - ορισμός. Τι είναι το отъезжающая
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι отъезжающая - ορισμός


отъезжающая      
ж.
Женск. к сущ.: отъезжающий.
отъезжающий      
м.
Тот, кто отбывает, отправляется в путь, уезжает.
отъезжающий      
ОТЪЕЗЖ'АЮЩИЙ [отъежьжяющий], отъезжающая, отъезжающее.
1. прич. ·действ. наст. вр. от отъезжать
.
2. в знач. сущ. отъезжающий, отъезжающего, ·муж., и отъезжающая, еотъезжающй, ·жен. Лицо, отправляющееся в путь. "Мы со всевозможным усердием желали отъезжающему доброго пути и всякого блага." Пушкин.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отъезжающая
1. Трубчатые конструкции - легкие, быстро монтируемые, прочные и эффективные (рис. 3). А эффект вращения избушки создавали бегущие по периметру огоньки и отъезжающая в сторону дверь.
Τι είναι отъезжающая - ορισμός